βραδυκαής
Смотреть что такое "βραδυκαής" в других словарях:
βραδυκαής — ές ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καής < καίω (πρβλ. διακαής, ευκαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek